- περιφρουρεῖται
- περιφρουρέωguard on all sidespres ind mp 3rd sg (attic epic)περιφρουρέωguard on all sidespres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίδρομος — εὐπερίδρομος, ον (ΑΜ) αυτός που περιβάλλεται ή περιφρουρείται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί δρομος «ο περιβάλλων»] … Dictionary of Greek